Τρίτη 5 Απριλίου 2016

Στο πλαίσιο του Προγράμματος Δημιουργικής Γραφής οι μαθητές του Γυμνασίου Μακροχωρίου συνέγραψαν την Ιστορία του μικρού Ορέστη. Το εφηβικό αυτό διήγημα είναι αποτέλεσμα ομαδικής εργασίας.Ο αναγνώστης του ιστολογίου μπορεί να διαβάσει την ιστορία και τις ιδιαίτερες πτυχές της, όπως αυτές εμφανίζονται μέσα από τους υπερσυνδέσμους που υπάρχουν στο κείμενο. Ευελπιστούμε να απολαύσετε το διήγημα. Καλή ανάγνωση!
      Η ομάδα δημιουργική γραφής αποτελείται από τους μαθητές: Γώγου Ρίκα, Γκαρίπη Ανθή, Κοσμίδου Όλγα, Μανθόπουλος Ιωάννης, Μήτσιου Σοφία, Πελεκίδου Γεωργία, Πολυχρονιάδης Πολυχρόνης,Σερδαρίδης Νικόλαος, Σταφυλίδης Αθανάσιος,Συμεωνίδου Βαρβάρα, Τουτουντζίδου Μένια, Τριανταφυλλίδης Δημήτριος, Τριανταφυλλίδης Χαράλαμπος, Τσαναξίδου Όλγα, Τσολάκη Κλείω, Φωτόπουλος Θεμιστοκλής, Φωτοπούλου Μαρία, Φωτοπούλου Χριστίνα. Επιμέλεια: Αποστολίδου Αναστασία. Ευχαριστούμε τις κ. κ. Καμπά Χαρά και Βουδούρη Μαρία για την βοήθεια τους.
       

     Ξημερώνει. Τα χρώματα του ουρανού και της θάλασσας ενώνονται για να καλωσορίσουν την ημέρα πάνω από ένα μικρό νησί του Αιγαίου. Το πανέμορφο αυτό νησί που βρίσκεται στο σύμπλεγμα των δυτικών Κυκλάδων ονομάζεται Σίφνος. Ο τόπος αυτός είναι ευλογημένος από το θεό. Το γαλάζιο της θάλασσας, η λαμπρότητα του ήλιου, το πράσινο της βλάστησης, το λευκό των σπιτιών, όλα μαζί πλέκονται και  δημιουργούν ένα παραδεισένιο τοπίο. 
Ψηλά στο βορειότερο τμήμα του νησιού προβάλλει  ένα πανέμορφο, απομονωμένο χωριουδάκι, η Χερρόνησος. Είναι ένα γραφικό ψαροχώρι που το χαρακτηρίζει η μικρή χρυσή αμμουδιά,  που σαν δαντέλα στολίζει τις ακτές του. Από ψηλά μπορεί κάποιος να διακρίνει τον πανέμορφο ναό του Άγιου Πολύκαρπου. Τα σπίτια, αμφιθεατρικά χτισμένα,   διακρίνονται από το λευκό τους χρώμα και μοιάζουν σαν να ξεπήδησαν από σκηνή ελληνικής ταινίας του ‘ 60.
Σε αυτό το μικρό χωριουδάκι ζει και μεγαλώνει ο μικρός Ορέστης. Το δωδεκάχρονο αγόρι είναι όμορφο, με ξανθά μαλλιά και γαλανά μάτια σαν τη θάλασσα. Στο πρόσωπό του έχει  πάντα ζωγραφισμένο ένα πλατύ χαμόγελο και μέσα από αυτό προβάλλουν τα στραβά του δόντια, που τον κάνουν να μοιάζει τόσο χαριτωμένος. Ο ευγενικός του χαρακτήρας, η ταπεινοφροσύνη του είναι αυτά που τον ξεχωρίζουν από τους συνομηλίκους του.
Ο μικρός Ορέστης μεγαλώνει ευτυχισμένος στο νησί, συντροφιά με την οικογένειά του και τον πολυαγαπημένο του παππού, πάντα  περιτριγυρισμένος από τους καλούς του φίλους. Ο παππούς του είναι ένας πολυταξιδεμένος άνθρωπος. Εργαζόταν στην Αμερική όπου είχε αποκτήσει μεγάλη περιουσία. Όταν έχασε τη γυναίκα του, πήρε την απόφαση να επιστρέψει με τη μοναχοκόρη του στη γενέτειρά του. Η κόρη του και μητέρα του Ορέστη,  η Νεφέλη, έζησε και μεγάλωσε στο νησί, έπαιξε στις ίδιες αλάνες του χωριού ,έκανε βόλτες στις ίδιες παραλίες που τώρα παίζει και ονειρεύεται ο γιος της. 
Σήμερα μητέρα και γιος ένιωσαν την ανάγκη να κάνουν μία από τις βόλτες τους παρέα. Στόχος τους είναι να βρεθούν στον ιερό βράχο της Χρυσοπηγής. Πρόκειται για ένα από τα ωραιότερα και πιο φημισμένα τοπία του νησιού. Πάνω στο βράχο δεσπόζει η Μονή, στο εσωτερικό της οποίας φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Χρυσοπηγής. Ο Ορέστης όταν νιώθει την πνευματική ανάγκη να προσευχηθεί, καταφεύγει σε αυτή τη Μονή. Εδώ, κάνει λογισμούς για τα μικροπροβλήματά του, ονειρεύεται, παλεύει με τους φόβους του. Σήμερα, μαζί με τη μητέρα του πηγαίνουν για να ζητήσουν τη βοήθειά Της ,για να είναι η ζωή τους καλή στο νέο τόπο που θα μετακομίσουν.  Ο πατέρας του Ορέστη, ο Νίκος, γιατρός στο επάγγελμα, διορίστηκε  σε μεγάλο νοσοκομείο της Θεσσαλονίκης ενώ η μητέρα του θέλει να ξεκινήσει τις σπουδές της στη σχολή όπου χρόνια πριν είχε πετύχει, αλλά δεν είχε καταφέρει να παρακολουθήσει. Ο μικρός έχει ενδοιασμούς γι’ αυτή  την ξαφνική αλλαγή στην ζωή της οικογένειάς του. Υπήρχαν αντιδράσεις, όμως τελικά, πείστηκε να μετακομίσουν.
Τώρα ,λίγες μέρες πριν την αναχώρηση θέλει να γεμίσει την καρδιά του , το μυαλό του, τη σκέψη του με εικόνες από τον τόπο του. Κοιτά τα καταγάλανα νερά , τον ουρανό, την εκτυφλωτική ομορφιά της φύσης, τα άγρια βράχια που περιβάλλουν το ακρωτήρι και όλα αυτά τον πλημμυρίζουν με γαλήνη και αρμονία. Αφού προσευχήθηκαν στην Παναγία,  η Νεφέλη και ο Ορέστης πήραν το δρόμο της επιστροφής.
Στο ζεστό σπιτικό τούς περίμεναν ο πατέρας και ο παππούς για να γευματίσουν όλοι μαζί το λαχταριστό μαστέλο που είχε νωρίτερα  ετοιμάσει η μητέρα  και ήταν, όπως πάντα,  πεντανόστιμο.  Μόλις τελειώσει το μεσημεριανό θα ξεκινήσουν τη συζήτηση για τη μελλοντική τους ζωή στη  συμπρωτεύουσα, καθώς όλοι γνωρίζουν πως σύντομα πρέπει να φύγουν. Η προετοιμασία έχει ολοκληρωθεί. Σε  λίγες μέρες θα αποχαιρετήσουν τον παππού, το σπιτικό τους. Ο Ορέστης θα αποχαιρετήσει τους φίλους του και όλοι μαζί, πατέρας, μητέρα και γιος θα ξεκινήσουν για να κάνουν μια νέα αρχή στη φιλόξενη πόλη της Θεσσαλονίκης.
Οι μέρες περνούν και έρχεται η δύσκολη μέρα του αποχωρισμού. Η οικογένεια χωρίζεται, ενώ πίσω μένει ο παππούς που δεν μπορεί να αποχωριστεί το νησί. Αυτός ο τόπος είναι ένας από τους χτύπους της καρδιάς του που τον κρατά ζωντανό. Ο εγγονός από την άλλη, είναι η μεγάλη του αδυναμία. Ματώνει η ψυχή του που φεύγει αλλά δε θέλει να μιλήσει και να στενοχωρήσει κανένα ˙ έτσι  προσποιείται πως όλα είναι καλά. Το ίδιο όμως νιώθει και ο Ορέστης. Λυπάται που αφήνει πίσω τον παππού του, γι’ αυτό και του  ορκίζεται πως θα επικοινωνούν καθημερινά.
-Παππού μου, θα μιλάμε κάθε μέρα και αν θέλεις ή χρειαστείς κάτι , θέλω να μου το πεις κι εγώ θα τρέξω κοντά σου, λέει και τον αγκάλιαζει με δάκρυα στα μάτια.
Με αυτή την αγκαλιά και με τα δάκρυα να μουσκεύουν το πρόσωπο ξεκίνησαν για το ταξίδι τους. Πόνος, φόβος, ελπίδα, μια καινούρια αρχή.






  

   Η άφιξη της οικογένειας στη Θεσσαλονίκη συνοδεύεται από μία μεγάλη έκπληξη για τον Ορέστη. Η μεγαλούπολη που βλέπει μπροστά του είναι τελείως διαφορετική από ό, τι τη φανταζόταν.  Τα κτίρια, που υπάρχουν παντού, όπου πιάνει το μάτι του ανθρώπου, είναι πανύψηλα ,ενώ  τα αυτοκίνητα στους δρόμους αμέτρητα και η φασαρία ανυπόφορη. Ο πατέρας του, ο Νίκος,  είναι  ενθουσιασμένος˙ τόσο πολύ που θέλησε να κάνουν όλοι μαζί μια βόλτα στην πόλη πριν κατευθυνθούν στο καινούριο τους σπίτι. 
-Μπαμπά, πώς ζουν εδώ οι άνθρωποι; Πώς αντέχουν αυτή τη φασαρία; Και ο αέρας μυρίζει καυσαέριο; Καλά, μεταλλαγμένοι είναι; 
-Συνήθισαν , αγόρι μου τόσο που γι’  αυτούς η ζωή στο χωριό θα ήταν ανυπόφορη.
Η περιήγηση συνεχίστηκε για πολλή ώρα. Ο Ορέστης είδε τους μεγάλους και πολυσύχναστους δρόμους της Αγίας Σοφίας και της Τσιμισκή, τα αξιοθέατα, τα γεμάτα κόσμο μαγαζιά. Ασφαλώς επισκέφτηκαν και την παραλία της πόλης και κάθισαν να πιουν κάτι δροσιστικό. Ήταν ξεθεωμένοι από την κούραση και έτσι δεν άργησαν να πάρουν το δρόμο για το σπίτι τους.
-Μαμά, να σε ρωτήσω κάτι;  είπε προβληματισμένος  ο Ορέστης.
–Ναι ασφαλώς, απάντησε η μητέρα του.
-Μπορείς να μου πεις γιατί οι άνθρωποι εδώ μιλάνε μόνοι τους;  Παρακολούθησα πολλά άτομα που περπατούσαν και παραμιλούσαν.
-Θα σου πω, είπε η μητέρα του, οι άνθρωποι στις μεγαλουπόλεις έχουν πολύ άγχος και ελάχιστο χρόνο για κοινωνική επαφή, έτσι κάποιες φορές συμβαίνει αυτό που βλέπεις.
Κοιτάχτηκαν με το σύζυγό της. Άραγε ήταν η σωστή εξήγηση ή ο σύγχρονος τρόπος ζωής έχει δημιουργήσει  ψυχολογικά προβλήματα σε πολλούς ανθρώπους; Ίσως αυτό που έβλεπαν ήταν το αποτέλεσμα της αποξένωσης του ανθρώπου από τον ίδιο του τον εαυτό.
-Μαμά , μπαμπά, υποσχεθείτε μου πως εσείς δε θα αλλάξετε και πως όλα θα παραμείνουν  ίδια,  τους παρακάλεσε με αγωνία ο μικρός.  
-Θα προσπαθήσουμε, του απάντησαν και οι δύο μαζί γελώντας.
Επιτέλους έφτασαν στο καινούριο τους σπίτι. Ο χώρος ήταν ευρύχωρος και το σπίτι πολύ ωραίο. Ακόμα και τα έπιπλά τους είχαν έρθει. Ο Ορέστης μπήκε στο σπίτι και άρχισε να ψάχνει για το δωμάτιό του. Ήταν ενθουσιασμένος. Σταμάτησε μπροστά σε ένα  δωμάτιο που είχε υπέροχη θέα. Αμέσως κατάλαβε πως ήταν το δικό του. Είχε εφηβικά έπιπλα σε γαλάζιο χρώμα, ενώ στη γωνία βρισκόταν ένα λιτό, λευκό γραφείο πάνω στο οποίο ξεχώριζε ένας καινούριος υπολογιστής σε χρώμα ασημί. Όλα χορηγία του παππού.  Η μητέρα του  είχε συνεννοηθεί με τον παππού και είχε ταξιδέψει καιρό πριν για να φροντίσει  για όλα.   
  -Σου αρέσει, αγόρι μου ; ρώτησε η Νεφέλη με αγωνία το γιο της, χαϊδεύοντάς του τρυφερά το κεφάλι.
    -Ναι, είναι φανταστικό, απάντησε ο Ορέστης ενθουσιασμένος.
             -Χαίρομαι. Άντε, πάμε στην κουζίνα να φάμε,    τον προέτρεψε η μητέρα του.
          Όλοι μαζί βρέθηκαν στην κουζίνα του σπιτιού και έφαγαν παρέα. Συνήθιζαν άλλωστε να τρώνε καθημερινά μαζί. Το τραπέζι ήταν γι’ αυτούς ο χώρος που η οικογένεια συναντιόταν και συζητούσε.
          Είχε νυχτώσει. Ο Ορέστης καληνύχτισε τον πατέρα και τη μητέρα του και πήγε στο δωμάτιό του. Φόρεσε τις μπλε μονόχρωμες πιτζάμες του  και ξάπλωσε. Σήκωσε το βλέμμα του, κοίταξε ψηλά   και σκέφτηκε «Αυτό το σπίτι δεν έχει καμία σχέση με το σπίτι μας στη Σίφνο, θα το συνηθίσω, όμως.  Αύριο θα πάω σχολείο. Άραγε πώς θα είναι; Έχω πολύ άγχος». Χασμουρήθηκε δυνατά και έπεσε να κοιμηθεί.

Ο Ορέστης ξύπνησε νωρίς το πρωί. Σήμερα είναι η πρώτη μέρα στο σχολείο και θέλει να δώσει καλή εντύπωση στους νέους του συμμαθητές. Ντύθηκε βιαστικά και έφυγε, αφού όμως, πρώτα έφαγε ένα πλήρες πρωινό. «Η μητέρα είπε πως στο σχόλασμα θα έρθει να με πάρει», σκέφτηκε δυνατά , «μέχρι εκείνη την ώρα θα ελπίζω».
 Έφτασε στο σχολείο, πάνω στην ώρα που χτυπάει το κουδούνι. Καθόλου καλή αρχή, σκέφτηκε. Οι μαθητές παραταγμένοι στη σειρά, περιμένουν το διευθυντή του σχολείου για να κάνουν προσευχή. Ο διευθυντής βγαίνει βιαστικός ενώ οι μαθητές μόλις τον βλέπουν στέκονται προσοχή. Ακολουθεί η προσευχή, κάποιες παραινέσεις στα ζωηρά παιδιά και όλοι ξεχύνονται στις αίθουσές τους.
Ο Ορέστης βρίσκει την τάξη του, μπαίνει μέσα και δειλά,  δειλά κάθεται μόνος σε ένα θρανίο στο πίσω μέρος. Έχει αγωνία.  Την ίδια στιγμή μέσα στην τάξη μπαίνει ένας ψηλός κύριος, καλοντυμλίγος χοντρός αλλά πολύ συμπαθητικός. Χαιρετάει τα παιδιά και αφού αφήσει  την τσάντα του στην έδρα, ξεκινά το λόγο του.
-Καλημέρα, παιδιά! Σήμερα ένας καινούριος μαθητής ήρθε στο σχολείο μας, ο Ορέστης.
Ο μικρός ακούγοντας το όνομά του κοκκινίζει, νιώθει να τρέμει, όταν αντιλαμβάνεται ότι όλη η προσοχή είναι στραμμένη πάνω του. Ο καθηγητής συνεχίζει και ρωτά τον Ορέστη αν θέλει να συστηθεί. Εκείνος γνέφει καταφατικά και σηκώνεται όρθιος.
-Με λένε Ορέστη και μετακόμισα πρόσφατα εδώ με τους γονείς μου.
-Πολύ ωραία Ορέστη, είπε ο κύριος, κάθισε.
       Ο μικρός κοίταξε γύρω του και άρχισε να παρατηρεί πιο προσεκτικά του συμμαθητές του, μάλιστα έμαθε και  τα ονόματα  κάποιων παιδιών. Όμως, όπως κατάλαβε από τα βλέμματα και τις χειρονομίες, ο καθένας είχε τη συμμορία του. Από τις σκέψεις του αυτές  τον έβγαλε το κουδούνι που χτύπησε για διάλειμμα.
 Έξω είχε ωραία μέρα και κανείς δεν προτίμησε να μείνει στην κεντρική αίθουσα.  Ο Ορέστης βγήκε και αυτός έξω με σκοπό να κάνει φίλους ή τουλάχιστον αυτή την εντύπωση έδινε. Όμως κατά πως φαινόταν ο καθένας τους είχε την παρέα του. Τα  αγόρια τον κοιτούσαν με μισό μάτι. Ο Αλέξης, όπως τον έλεγαν, πρέπει να ήταν ο νταής του σχολείου. Είναι  αρκετά ψηλός και φαίνεται πως ό, τι θέλει το έχει.
«Ναι,  σίγουρα είναι ο νταής» , μονολόγησε.
Παρακάτω ήταν μια άλλη παρέα με αρχηγό της τον Δημήτρη. Όσο παράξενο και αν ακούγεται, τραγουδούσαν. Ράπαραν για την ακρίβεια. «Δεν έχω καλή φωνή και μάλλον δε θα ταιριάξω με προσωπικότητες σαν τον Δημήτρη», σκέφτηκε. Πιο  πέρα τα κορίτσια της τάξης. Αυτή που διακρινόταν ως αρχηγός ήταν η Γεωργία. Βρισκόταν στο χόρτο και έκανε πολλών ειδών ασκήσεις όπως κατακόρυφο και άλλα τέτοια. Τρομερή ευλυγισία.
Ο Ορέστης έβγαλε το σάντουιτς του και άρχισε να τρώει. Άφησε τις σκέψεις του να περιπλανηθούν, όταν ξαφνικά χτύπησε το κουδούνι για να περάσουν μέσα στις τάξεις τους.
Καθώς έμπαινε μέσα στην τάξη του, έπεσε πάνω στον Αλέξη ο οποίος  ξαφνικά έπιασε το γιακά της μπλούζας του, τον σήκωσε πάνω , τον κόλλησε στον τοίχο και του φώναξε:
-Εγώ δε γουστάρω τύπους σαν εσένα που έρχονται και κάνουν άνω κάτω τις ζωές των άλλων, γι’ αυτό πρόσεχε, είπε και τον άφησε.
Ο Ορέστης τρομοκρατημένος πήγε και κάθισε στη θέση του. Οι υπόλοιπες ώρες πέρασαν πολύ αργά. Περίμενε το αντίθετο αλλά λόγω του άγχους του οι ώρες του φάνηκαν αιώνας˙ ο χρόνος ήταν εχθρός του και τον βασάνιζε.
Η μητέρα του ήρθε στο σχόλασμα, όπως είχε υποσχεθεί και αυτό τον ανακούφισε πάρα πολύ. Τον ρώτησε πώς πήγε η πρώτη μέρα και αυτός απάντησε τέλεια, χωρίς όμως να το πολυσκεφτεί.
 Η ημέρα πέρασε και ήρθε το βράδυ. Ο Ορέστης κλεισμένος στο δωμάτιό του , έπεσε κουρασμένος να κοιμηθεί, σκεπτόμενος τα τρομακτικά λόγια του Αλέξη.
Το επόμενο πρωί φοβόταν να πάει σχολείο. Αφού το σκέφτηκε καλά, έπεισε τον εαυτό του  να αλλάξει γνώμη. Οι πρώτες ώρες κύλησαν γρήγορα. Την ίδια μέρα έμαθε πως ο Αλέξης είχε δύο βοηθούς, τους κολλητούς του, Παύλο και Χρήστο. «Θα έπρεπε να φοβάμαι και αυτούς», σκέφτηκε.
Ξαναμπήκε στην τάξη, κοίταξε γύρω. Δύο τρεις παρέες παιδιών συζητούσαν. Σε μια από αυτές ένα παιδί γύρισε, τον είδε, γύρισε πάλι στην παρέα του και ύστερα όλα τα παιδιά άρχισαν να τον κοιτάνε και να γελούν. Γιατί όμως; Ένιωσε άβολα.
Για μια ακόμη φορά, πήγε και κάθισε στο τελευταίο θρανίο. Κοίταξε πάνω στο θρανίο και είδε συνθήματα αλλά και σκαλισμένες λέξεις. Γιώργος  ….. was  here, αγάπη  και ειρήνη … και άλλα παρόμοια.
Ο καθηγητής μπήκε στην αίθουσα και όλοι κάθισαν στις θέσεις τους. Ο Ορέστης δεν ένιωθε βολικά, ήταν ανήσυχος. Του έλειπε το νησί. Γιατί έπρεπε να γίνει αυτή η αλλαγή;  Παρατήρησε πιο προσεχτικά τους συμμαθητές του. Μπροστά του καθόταν ένα παιδί που φορούσε ένα καπέλο και του άρεσε πολύ ένα είδος μουσικής που ονομάζεται «trap», τουλάχιστον έτσι λέει. Δίπλα του καθόταν ένα κορίτσι που ερχόταν από την Ιταλία και ήταν πολύ συμπαθητικό. Πιο μπροστά βρισκόταν ένα κορίτσι που φορούσε σιδεράκια, αλλά της πήγαιναν πολύ. Ήταν αθλήτρια της ρυθμικής γυμναστικής. Δίπλα της ένα αγόρι με υπέροχη φωνή που τραγουδούσε  χαμηλόφωνα David  Bowie. Στη διπλανή πτέρυγα ,στο πίσω μέρος καθόταν ένα μυστήριο παιδί. Είχε κατάμαυρα μαλλιά και το πρόσωπό του ήταν βαμμένο. Φορούσε μαύρα ρούχα και πάνω στο θρανίο έγραφε «Εmo» . Ο Ορέστης δε γνώριζε τι σημαίνει αυτό. Στην τελευταία πτέρυγα κάθονταν συνολικά πέντε παιδιά. Το ένα φορούσε γυαλιά και παρακολουθούσε το μάθημα. Τα άλλα τέσσερα- ανάμεσά τους και ο Αλέξης-  ήταν κάτι σαν συμμορία. Κορόιδευαν τους πάντες.
Χτύπησε το κουδούνι, όλοι βγήκαν έξω . Ο Ορέστης κατεβαίνει αργά τη σκάλα. Ένα από τα τέσσερα παιδιά, ο Παύλος ,κολλητός του Αλέξη,  τον σπρώχνει και πέφτει. Ευτυχώς δε χτύπησε σοβαρά. Κοίταξε αμήχανα τριγύρω και με σκυμμένο το κεφάλι συνέχισε.
Προχώρησε στην αυλή και κάθισε σε ένα παγκάκι. Ήταν λυπημένος και φοβόταν. Πιο πέρα οι νταήδες του σχολείου πείραζαν ένα παιδί. Άνοιξαν την τσάντα του και πέταξαν ό, τι είχε μέσα. Εκείνη την ώρα εμφανίστηκαν δυο καθηγητές και έβαλαν τάξη. Το παιδί άρχισε να μαζεύει βιαστικά τα πράγματά του. «Δεν είμαι ο μόνος που κακοπερνάει», σκέφτηκε.
Οι επόμενες δύο εβδομάδες ήταν βασανιστικές. Δε δέχτηκε άλλες απειλές από κανέναν. Όμως, κανείς δεν του μιλούσε. Όλοι τον κορόιδευαν. Σχολίαζαν την εμφάνισή του  και τον περιγελούσαν πίσω από την πλάτη του, νομίζοντας πως αυτός δεν το καταλαβαίνει. Ήταν ένα φάντασμα και στο σχολείο και στο σπίτι. Η μητέρα είχε πολλές δουλειές, το ίδιο και ο πατέρας. Οι δυο τους έλειπαν συνεχώς από το σπίτι. Έτσι κλείστηκε στον εαυτό του.
-Δεν ταιριάζω εδώ πέρα, δεν ταιριάζω εδώ πέρα , έλεγε συνέχεια στον εαυτό του, από το πρωί έως το βράδυ. Η ζωή μου διαλύθηκε οριστικά, έλεγε φωναχτά ,ενώ τα δάκρυά του μούσκευαν το μαξιλάρι του.
Σταδιακά τα νεύρα του  Ορέστη άρχισαν να χτυπούν κόκκινο. Μπροστά στον καθρέφτη του μπάνιου , κοιτάζει τον εαυτό του και μονολογεί:
-Τόσες μέρες είμαι μόνος μου. Φίλος κανένας. Μόνο απειλές και γελάκια κάθε φορά που με βλέπουν. Τους μισώ! Θέλω να φύγω από εδώ . Ο πατέρας στη δουλειά, η μαμά στο πανεπιστήμιο , δεν υπάρχει κανείς για μένα. Βαρέθηκα! Τους βαρέθηκα όλους και όλα. Αν ήμουν στο νησί μου,  θα περνούσα τέλεια. Δε θέλω να πάω σχολείο. Και ποιος θα με αναγκάσει; Κανείς δεν είναι σπίτι. Θα πάρω τη μαμά και θα της πω πως είμαι άρρωστος. Έτσι θα ησυχάσω μια μέρα από όλους αυτούς!
Έτσι και έγινε. Τηλεφώνησε στη μητέρα του και προσποιήθηκε πως ήταν άρρωστος και πονούσε η κοιλιά του. Αυτό έγινε αρκετές φορές. Μόνος του στην ησυχία του σπιτιού του ο Ορέστης κοιμάται ώρες πολλές και βλέπει όνειρα. Ο ύπνος είναι το γιατρικό του . Το ίδιο και τα όνειρα που κάνει. Άλλες φορές φαντάζεται πως κάτι αλλάζει και επιστρέφουν στο νησί˙ κάποιες άλλες βλέπει πως αυτό που ζει τώρα είναι ένας εφιάλτης  και σε λίγο θα ξυπνήσει. Τελευταία,  ονειρεύεται τον μελλοντικό του εαυτό.  Φαντάζεται πως επιστρέφει πίσω στην περιοχή που ζει τώρα και είναι διάσημος γιατρός ή πάλι πως γίνεται διάσημος ηθοποιός και όλοι οι συμμαθητές του τον θαυμάζουν και τον ζηλεύουν. Έτσι κρατιέται και υπομένει τη μοναξιά του.
Βράδυ. Ο πατέρας έχει πάλι εφημερία στο νοσοκομείο. Η μητέρα του γύρισε σπίτι και είναι πολύ κουρασμένη. Παραγγέλλει  απ'  έξω για να φάνε. Που χρόνος για μαγείρεμα; 
-Ορέστη, θα τα πούμε το πρωί. Καληνύχτα ,του λέει η μητέρα του και πηγαίνει στο δωμάτιό της να κοιμηθεί.
Ο Ορέστης είναι πάλι μόνος. «Ούτε που θυμάμαι πότε φάγαμε όλοι μαζί. Πόσο εγωιστές είναι κάποιες φορές οι μεγάλοι! Κοιτούν τα δικά τους……. Αύριο θα πάω πάλι σχολείο» σκέφτεται «και θα δείξει».
Η επόμενη μέρα είναι ίδια με τις προηγούμενες. Κοροϊδίες , γελάκια. Τους ακούει που τον σχολιάζουν. Σχολιάζουν τον τρόπο που μιλά, το ντύσιμό του. Υπάρχει μια περιφρόνηση,  μια αλαζονεία στο βλέμμα τους. Πριν μερικές μέρες προσπάθησαν να τον βρέξουν με ένα μπουκάλι νερό. Ίσα που γλίτωσε.
«Πώς μας είπε ο κύριος ότι λέμε αυτούς που δεν έχουν τρόπους;» προσπαθούσε να θυμηθεί, «Α, ναι, άξεστους! Τέτοιους συμμαθητές έχω!»
Μέρα με τη μέρα η συμπεριφορά του Ορέστη αλλάζει. Οι γονείς άρχισαν  να τον παρατηρούν. Το μεσημέρι δεν τρώει. Είναι μόνιμα κλεισμένος στο δωμάτιό του . Δε γελά. Είναι συνεχώς συνοφρυωμένος. Συζητούν μεταξύ τους και αναζητούν την αιτία του προβλήματος. Θεωρούν πως  πρέπει να του μιλήσουν. Έτσι για πρώτη φορά, μετά τον ερχομό τους στη Θεσσαλονίκη, όλη η οικογένεια είναι μαζεμένη για το μεσημεριανό γεύμα. Παλιότερα αυτό ήταν απαράβατος κανόνας. Τώρα ,όμως, οι ρυθμοί της καινούριας τους ζωής , οι υποχρεώσεις το καθιστούν σχεδόν απαγορευτικό. Στο τραπέζι το φαγητό έχει ήδη σερβιριστεί, καθώς η Νεφέλη και ο Νίκος, οι γονείς του Ορέστη  κοιτούν ο ένας τον άλλον. Είναι η κατάλληλη στιγμή να ξεκινήσουν μια συζήτηση μαζί του.
-Ορέστη, δεν πεινάς; Σε βλέπω τόση ώρα που παίζεις με το φαγητό σου, τον ρωτά ο πατέρας του.
-Όχι ιδιαίτερα, απαντά ο μικρός δείχνοντας ότι δεν έχει όρεξη για κουβέντα.
-Πώς πήγε το σχολείο; ρωτά η μαμά του.
       Ο Ορέστης δεν ανταποκρίνεται και σκύβει το κεφάλι.
          -Τι έγινε; Συνέβη κάτι που σε στενοχώρησε;
          -Όχι, απαντά κοφτά.
     -Αλλά; Πρέπει να μιλήσουμε σοβαρά μικρέ μου, του λέει όλο τρυφερότητα η μαμά του.
          -Για ποιο πράγμα;
      -Από τότε που ήρθαμε στη Θεσσαλονίκη, δεν έχεις το κέφι του παλιού καιρού… λέει ο πατέρας του.
          -Τι φταίει;  ρωτά με τη σειρά της η μαμά του.
          -Να….. μου λείπει ο παππούς, συνεχίζει ο Ορέστης.
          -Δηλαδή, εξαιτίας της απουσίας του παππού είσαι έτσι ; ξαναρωτά ο πατέρας του.
          -Εεε…. Δεν είναι μόνο αυτό. Μαμά , μπαμπά , εδώ και τόσο καιρό κρατάω πολλά μέσα μου. Δεν αντέχω. Νομίζω πως το μυαλό μου θα εκραγεί. Το σχολείο είναι ο εφιάλτης μου! Περνώ πολύ άσχημα. Δεν προσέξατε τίποτα;  Δεν έχω φίλους! Κανείς δε μου μιλά, όλοι κρυφογελούν πίσω από την πλάτη μου και με κοροϊδεύουν.  Γι’  αυτούς είμαι το παιχνίδι τους, είμαι το χωριατόπαιδο, το βλαχάκι. Έχω αντέξει πολλά. Αλλά ως πότε;
Ο Ορέστης έβαλε τα κλάματα και έτρεξε στο δωμάτιό του χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω του. Οι γονείς του κοιτάχτηκαν σοκαρισμένοι. Μα πώς δεν είχαν καταλάβει κάτι; Η Νεφέλη κοίταξε το σύζυγό της.
          -Θα πάω να του μιλήσω, μη στενοχωριέσαι. Θα φέρω πίσω το χαμόγελο στα χείλη του παιδιού μας.
        Η Νεφέλη μπήκε στο δωμάτιο του Ορέστη, τον πλησίασε και τον χάιδεψε τρυφερά, καθώς έπαιρνε το χέρι του και τα έβαζε μέσα στα δικά της. Έτσι, καθισμένοι στην άκρη του κρεβατιού, κρατώντας σφικτά ο ένας το χέρι του άλλου, κοιτάχτηκαν. Το βλέμμα  τους πρόδιδε τη βαθιά αγάπη και κατανόηση που είχαν ο ένας για τον άλλον. Ο Ορέστης ένιωσε για πρώτη φορά, μετά από πολύ καιρό ανακουφισμένος. Τα μάτια του ήταν νοτισμένα από την ένταση της στιγμής και αισθάνθηκε την ανάγκη να πει στη μητέρα του μία λέξη  «Ευχαριστώ !» Η μητέρα του τον κοίταξε τρυφερά και έσπευσε να τον αγκαλιάσει σφικτά.
-Όλα θα πάνε καλά, του είπε , μην ανησυχείς ! Τελείωσε τα μαθήματά σου και ξεκουράσου. Θα τα πούμε αύριο. Καληνύχτα!
-Καλή ξεκούραση μαμά, της είπε ο Ορέστης και της χαμογέλασε πλατιά. Μαμά, να σου πω λίγο !  Μήπως θα ήταν καλύτερα να γυρίσω πίσω στο νησί ,στον παππού; Θα σε πείραζε;
-Θα δούμε γλυκέ μου, μη βασανίζεσαι άλλο,  του είπε. Άλλωστε τα Χριστούγεννα θα πάμε στο νησί για τις γιορτές. Καληνύχτα.
  Η Νεφέλη έκλεισε την πόρτα του δωματίου , κοντοστάθηκε και προχώρησε αποφασισμένη. Η πρώτη σκέψη ήταν παρορμητική. Δεν ήταν ,όμως, δυνατό να αντιμετωπίσει την κατάσταση ενεργώντας με το θυμικό. Έπρεπε να δει λογικά το πρόβλημα και με τη βοήθεια ειδικών να το επιλύσει. Αποφάσισε πως ήταν ώρα να οργανωθεί. Και έκανε αυτό που ήξερε πολύ καλά. Πήρε μια κόλλα χαρτί και οργάνωσε τις σκέψεις της,  αλλά και αυτά που πίστευε πως πλέον έπρεπε να γίνουν.
Την άλλη μέρα, το πρωί η οικογένεια συζητούσε χαλαρά κατά το πρωινό. Η  Νεφέλη χαμογελούσε στον Ορέστη , θέλοντας με αυτό τον τρόπο να τον εμψυχώσει, γεγονός που παρατήρησε και ο πατέρας. 
-Κάτι τρέχει με σας τους δυο! γέλασε συνωμοτικά..
-Όλα καλά, απάντησε η Νεφέλη. Θα τα πούμε το μεσημέρι.
Έτσι ξεκίνησε η μέρα τους. Η Νεφέλη άφησε τον Ορέστη στο σχολείο και ξεκίνησε να βάζει σε εφαρμογή το σχέδιό της. Πρώτη στάση η κυρία Παπανικολάου ,παιδοψυχολόγος. Το γραφείο της ήταν στην οδό Αγίας Σοφίας, στο κέντρο της πόλης.      « Θα πάω νωρίς, θα πιω καφέ στο Μικέλ και θα οργανώσω τις ερωτήσεις μου», σκέφτηκε.
Η ώρα πια ήταν 9:30.  Βρισκόταν ήδη στο γραφείο της ψυχολόγου και περίμενε να τη δεχτεί. Ο χώρος ήταν  λιτά διακοσμημένος , με μεγάλα παράθυρα , εξαιρετικά φωτεινός.
-Καλημέρα, περάστε παρακαλώ, ακούστηκε μια γλυκιά φωνή.
 Η Νεφέλη σήκωσε το κεφάλι και είδε μια κυρία με μαύρα μαλλιά και μάτια, με αυστηρό βλέμμα να την καλεί στο άλλο δωμάτιο, στο γραφείο της.
-Καλημέρα,  της απάντησε και την ακολούθησε.
Κάθισε στο μικρό καναπέ και παρατηρούσε το δωμάτιο. Δεν έμοιαζε σε τίποτα με τα δωμάτια ψυχολόγων που έβλεπε  στις αμερικανικές ταινίες. Έλειπε το ανάκλιντρο όπως επίσης και  οι πίνακες με  τις εικόνες που χρήζουν ερμηνείας. Το μόνο ίσως που πρόδιδε ότι βρισκόταν σε γραφείο ψυχολόγου ήταν το πορτρέτο του πατέρα της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φροϋντ, που βρισκόταν στον τοίχο ακριβώς πίσω από το γραφείο της. Ξαφνικά, σταμάτησε τις σκέψεις της και αφοσιώθηκε στην περιγραφή του προβλήματός της .
-Έχω έναν γιο , δώδεκα χρόνων , είναι όλη μου η ζωή. Τελευταία έχει προβλήματα στο σχολείο του. Δέχεται ….οι συμμαθητές τους τον κοροϊδεύουν, τον πειράζουν ,τον κάνουν να νιώθει πολύ άσχημα και στενοχωριέται και…. θέλω να βοηθήσω και …… δεν ξέρω ……. , είπε και άρχισε να κλαίει.
          Η ψυχολόγος ψύχραιμη την άφησε να εκτονωθεί και της έδωσε ένα χαρτομάντιλο.
          - Χρειάζομαι τη βοήθειά σας,  είπε σχεδόν με αναφιλητά.
 -Λοιπόν , νομίζω πως θα έπρεπε να μιλήσω στον γιο σας , να μου εξηγήσει την κατάσταση και μετά να δω πως μπορούμε να ξεπεράσουμε αυτό το πρόβλημα, της είπε ψύχραιμα η ψυχολόγος.
 -Μα, εγώ ήθελα κάποια συμβουλή για το πώς να χειριστώ το θέμα , δεν μπορώ ούτε ώρα να περιμένω για να λυθεί όλο αυτό που περνά το παιδί μου, δεν μπορώ, συγγνώμη,  είπε και βγήκε μονολογώντας έξω από το γραφείο.
Κοντοστάθηκε. Η ευγένεια του χαρακτήρα της,  της απαγόρευε να φύγει χωρίς να χαιρετήσει.
       -Σας ευχαριστώ, θα επικοινωνήσουμε για να κλείσουμε ένα νέο ραντεβού.
Αφού πλήρωσε, άρχισε να κατεβαίνει  βιαστικά τις σκάλες,  καθώς η υπερένταση δεν της επέτρεπε να περιμένει το ασανσέρ. «Η ψυχολόγος έχει δίκιο, αλλά εγώ δεν μπορώ να περιμένω »  ,σκέφτηκε.
Επόμενη στάση το σχολείο. Εκεί ενημέρωσε και ενημερώθηκε για την κατάσταση και για τα προβλήματα του γιου της. Οι καθηγητές ήταν συνεργάσιμοι και πρόθυμοι να βοηθήσουν και να στηρίξουν τον μικρό Ορέστη. Όμως και πάλι, αυτό της φαινόταν πως δεν ήταν αρκετό. Τότε σκέφτηκε να δράσει η ίδια …….   «θα μείνω και θα παρακολουθήσω το παιδί την ώρα του διαλείμματος. Ναι , αυτό θα κάνω…»
Τρίτο διάλειμμα,  το μεγαλύτερο της ημέρας. Όλα τα παιδιά είναι έξω. Είναι μια ηλιόλουστη, ζεστή μέρα, ανοιξιάτικη, αν και το ημερολόγιο μας λέει πως έχουμε φθινόπωρο. Εκεί στη μεγάλη αυλή του σχολείου τα εφηβικά γέλια και  οι χαρές σου παίρνουν τα αυτιά. Πολλά παιδιά παίζουν κρυφά με τα κινητά τους, καθώς γνωρίζουν ότι αυτό απαγορεύεται. Παρόλα  αυτά και φωτογραφίες βγάζουν και συνδέονται στους λογαριασμούς τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Άλλα πάλι παίζουν ποδόσφαιρο ή μπάσκετ στα γηπεδάκια που υπάρχουν στην αυλή του σχολείου. Η Νεφέλη χτενίζει με το βλέμμα της το χώρο της αυλής. Ψάχνει να βρει το γιο της, το παιδί της. Και ξαφνικά τον εντοπίζει …. Περπατά σκυφτός, μόνος! Καμπουριάζει και κοιτά γύρω του. Δε χαμογελά,  αλλά είναι σκεφτικός. Δεν τον είχε ξαναδεί ποτέ έτσι. Στο νησί ήταν το πιο χαρούμενο παιδί ,είχε φίλους, έπαιζε, ήταν ευτυχισμένος. Εδώ είναι ένα άλλο παιδί. Δεν τον αναγνώριζε, ήταν διαφορετικός. Από τη στιγμή που της μίλησε ,κατηγορεί τον εαυτό της που σχεδόν δυο μήνες τώρα δεν είχε καταλάβει τίποτα. Πως ήταν αυτό δυνατό; Και όμως όλα τα σημάδια ήταν εκεί. Ο Ορέστης ζούσε απομονωμένος , δε γελούσε πια, ήταν σκεφτικός. Κλεινόταν στο δωμάτιο και χανόταν στις σκέψεις του , τον ρωτούσαν πώς ήταν και απαντούσε νευρικά, σαν να μάλωνε μαζί τους . Πολλές φορές δεν ήθελε να πάει στο σχολείο, έλεγε πως πονάει η κοιλιά του ή το κεφάλι του. Συχνά την έπαιρναν τηλέφωνο να τον πάρει σπίτι, επειδή δεν αισθανόταν καλά. Ενώ κάθε φορά που του έλεγε να φέρει κανένα φίλο στο σπίτι, ο Ορέστης απέφευγε το θέμα. Όλα αυτά τα απέδιδε στην εφηβεία. «Μεγαλώνει το παιδί μας», έλεγε στον άντρα της θεωρώντας πως όλα ήταν καλά.
Όμως τίποτα δεν ήταν, όπως έπρεπε και αν πρόσεχε, θα είχε καταλάβει την αλήθεια. Αγαπούσε την οικογένειά της, αλλά το τελευταίο διάστημα την είχε συνεπάρει το νέο ξεκίνημα στο πανεπιστήμιο. Θα εκπλήρωνε το όνειρό της και θα σπούδαζε. Αυτό το όνειρό  έμοιαζε να την έχει τυφλώσει τόσο που δεν είχε καταλάβει τίποτα. Πολλές φορές οι άνθρωποι βλέπουν  πράγματα χωρίς να τα προσέχουν. Δεν είναι η αδιαφορία, είναι οι γρήγοροι ρυθμοί της σύγχρονης κοινωνίας που απαιτούν να είναι έτσι. Κοίταξε ξανά προς την αυλή του σχολείου. «Όλα θα αλλάξουν. Τίποτα δεν είναι πιο σημαντικό από τον Ορέστη. Πρώτη προτεραιότητά μου είναι ο γιος μου», σκέφτηκε και έβαλε μπρος τη μηχανή του αυτοκινήτου.
Έχοντας δει τη συμπεριφορά του παιδιού της στο διάλειμμα , επέστρεψε  στο σπίτι και άρχισε να οργανώνει το σχέδιό της. Αφού έκανε έρευνα στο διαδίκτυο και αφού το σκέφτηκε καλά,  ήταν έτοιμη να το υλοποιήσει.






      Παρασκευή βράδυ. Μια έντονη μέρα. Ο Ορέστης  δεν πήγε στο σχολείο. Η μητέρα του τον έβγαλε έξω για μια βόλτα στην πόλη. Αυτό θα ήταν αδιανόητο για τη Νεφέλη στο παρελθόν. Πώς θα επέτρεπε μια ευσυνείδητη μάνα να χάσει το παιδί της μια μέρα από το σχολείο για να βγει έξω για ψώνια; Όμως,  να που όλα μπορεί να συμβούν. Μετά το πρωινό , η Νεφέλη είπε το σχέδιό της στον Ορέστη.
-Σήμερα δε θα πας σχολείο. Θα βγούμε έξω μια βόλτα στην αγορά και θα περάσουμε πολύ όμορφα, σου το υπόσχομαι.
Ο Ορέστης ήταν κακοδιάθετος και δεν επιθυμούσε να ακολουθήσει τη μητέρα του. Όμως εκείνη με την επιμονή της, τον έπεισε.
Η μέρα ήταν ζεστή. Ο καιρός ήταν ιδανικός για μια βόλτα στο κέντρο της πόλης. Η Νεφέλη και ο Ορέστης προτίμησαν να κατεβούν με το αυτοκίνητο. Είχαν σκοπό να επισκεφθούν πολλά μέρη της πόλης. Πρώτη στάση το κομμωτήριο.
-Αγόρι μου, για να βελτιωθούν κάποια πράγματα στο σχολείο, θα πρέπει να αλλάξεις και εσύ. Εννοώ όχι μόνο τη στάση σου και την ψυχολογία σου, αλλά και την εμφάνισή σου. Θέλεις να αλλάξουμε το κούρεμά σου και να το κάνουμε πιο μοντέρνο, πιο ταιριαστό στην ηλικία σου;
-Πιστεύεις ότι  έτσι θα βελτιωθούν τα πράγματα; ρώτησε γεμάτος απορία ο μικρός.
-Καταρχήν,  τώρα δεν είμαστε στο νησί και οι άνθρωποι εδώ …..πιστεύω πως δε θα έπρεπε ,αλλά δίνουν μεγάλη σημασία στην εικόνα, σε αυτό που βλέπουν. Οτιδήποτε διαφορετικό το περιγελούν. Δίνουν βάση στην εικόνα και όχι στην ουσία του ανθρώπου. Γι’  αυτό και εμείς θα αλλάξουμε την εικόνα μας, θα προσαρμοστούμε, όμως δεν θα ξεχάσουμε ποιοι είμαστε. Πολλές φορές ο άνθρωπος πρέπει να προσαρμόζεται στον τόπο και στην εποχή του. Είμαι σίγουρη πως είναι κάτι που θα σε κάνει να αποκτήσεις μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ….θα δεις.
-Μαμά, δεν θέλω να είμαι αρνητικός, άλλωστε για να είμαι ειλικρινής τη θέλω και εγώ αυτή την αλλαγή, είπε χαμογελώντας ο μικρός.
Έτσι συνεχίστηκε η μέρα. Μια μέρα αλλαγών. Ο Ορέστης έκανε ένα πολύ μοντέρνο κούρεμα,  αλλά και άλλαξε το στυλ και όλα του τα ρούχα. Προσαρμόστηκε στα δεδομένα του σχολείου του. Φόρεσε άνετα τζιν και μπλούζες στις αποχρώσεις που του ταίριαζαν και ήταν της μόδας. Η Νεφέλη ήταν πολύ ευχαριστημένη. Τον κοίταξε και αναρωτήθηκε πότε είχε μεγαλώσει , πόσο όμορφος ήταν. «Θα έκανα τα πάντα γι’  αυτό το αγόρι, το παιδί μου», σκέφτηκε.
Στην επιστροφή για το σπίτι υπήρχε χαρούμενη διάθεση. Ο Ορέστης ήταν πολύ ευχαριστημένος, πολύ αισιόδοξος. Οι σκιές που τον κυνηγούσαν έμοιαζαν να είναι μακρινές. «Τώρα όλα θα αλλάξουν», μονολόγησε αποφασισμένος.
Το βράδυ η Νεφέλη αποκαμωμένη, ξάπλωσε. Ο σύζυγός της είχε εφημερία. Μόνη στο σπίτι με τον Ορέστη που ήρεμος και γαλήνιος πια,  είχε πάει στο δωμάτιο να παίξει λίγο.  Κάθισε στο κρεβάτι της,  κοίταξε αποκαμωμένη  χαμηλά στο πάτωμα και σκέψεις πολλές πλημμύρισαν το μυαλό της. «Αύριο θα πρέπει να εκπαιδεύσω τον γιο μου», σκέφτηκε. «Αυτό θα είναι το πιο δύσκολο.» Έκανε την προσευχή της και παρακάλεσε την Παναγία να τη βοηθήσει. Έτσι γλυκά την πήρε ο ύπνος.
Τη νύχτα εκείνη είδε στο όνειρό της,  την όμορφη ζεστή εικόνα της μητέρας της να της χαμογελά. Είχε χρόνια να τη δει  και ένιωσε μεγάλη χαρά καθώς αυτό το αίσθημα της θαλπωρής , της ζεστασιάς, το αίσθημα της πληρότητας και της απόλυτης ευτυχίας στην αγκαλιά της μάνας είχε από μικρό κορίτσι να το νιώσει. Είχε να το νιώσει από τότε που πέθανε η μητέρα της.
Την επόμενη μέρα ξύπνησε χαρούμενη. Θεώρησε το όνειρο καλό οιωνό.  Ήταν αισιόδοξη ότι όλα θα πήγαιναν καλά. Η μητέρα της ήταν ο φύλακας άγγελός της που θα τη βοηθούσε να τα καταφέρει. Με ζωγραφισμένη στο πρόσωπο την ικανοποίηση  πήγε να φωνάξει τον Ορέστη.
-Καλημέρα,  παιδί μου είπε η Νεφέλη.
-Καλημέρα, μαμά. Λοιπόν, τι έχει για σήμερα το πρόγραμμα;
- Έλα κάτσε να φας πρωινό και θα τα πούμε.
          Η Νεφέλη έχει τηγανίσει αυγόφετες, έχει στύψει χυμό πορτοκαλιού για τον Ορέστη ενώ έχει ετοιμάσει ένα αχνιστό , γλυκό καφέ για την ίδια. Κοίταξε έξω από το παράθυρο. Η θέα ήταν μαγευτική. Από το διαμέρισμά τους έβλεπε τη θάλασσα κάτι που πάντα την ηρεμούσε. Το ίδιο και τον Ορέστη. Δυο  μήνες είχαν περάσει από τότε που μετακόμισαν μακριά από το νησί τους. Απαίτηση της οικογένειας από το μεσιτικό γραφείο  ήταν το σπίτι τους να έχει θέα στη θάλασσα. Χωρίς αυτό ήταν σίγουροι πως δε θα άντεχαν. Ήταν νησιώτες μέχρι το μεδούλι και αυτό δεν το έκρυβαν. Όλα τα όνειρά τους ήταν ζυμωμένα με τη θάλασσα. Σε αυτήν κατέφευγαν κάθε φορά που ήταν χαρούμενοι, κάθε φορά που ήταν λυπημένοι.
Ο Ορέστης τελείωσε το πρωινό του και σηκώθηκε από το τραπέζι .Πλησίασε τη μητέρα του.
-Μαμά,  δε μου είπες τι θα κάνουμε σήμερα;
Τον κοίταξε με απόλυτη σοβαρότητα βαθιά μέσα στα μάτια και του είπε:
-Ορέστη, νομίζω ότι ήρθε η ώρα, να σου πω μερικά πράγματα.  Στη ζωή τίποτα δεν μας χαρίζεται. Ο άνθρωπος από τη στιγμή που γεννιέται παλεύει. Αυτός είναι καθημερινός αγώνας και εσύ φαίνεται πως τον έχεις εγκαταλείψει. Αυτή την αδυναμία, οι άλλοι τη βλέπουν και την εκμεταλλεύονται. Είμαι σίγουρη πως στο σχολείο περπατάς σκυφτός, δείχνεις φοβισμένος ,μένεις μόνος σου. Αυτό πρέπει να αλλάξει και ο μόνος που μπορεί να το καταφέρει, είσαι εσύ. Θέλω να σηκωθείς και να περπατήσεις όχι σκυφτά σαν να ντρέπεσαι, να περπατήσεις περήφανος .
Ο Ορέστης απόρησε γιατί δεν κατάλαβε τι ακριβώς εννοούσε η μητέρα του, όμως, σηκώθηκε και περπάτησε.
Η Νεφέλη τον πλησίασε, ίσιωσε την πλάτη του και τον βοήθησε. Τον οδήγησε μπροστά στον καθρέφτη και του εξήγησε τι εννοούσε.
          -Όταν στέκεσαι, όταν περπατάς, οι ώμοι θα πρέπει να είναι ίσιοι, το βλέμμα σου σταθερό, να μην προδίδει φόβο. Ο φόβος είναι που κάνει αυτά τα παιδιά  πιο επιθετικά απέναντί σου. Αν τα κοιτάξεις ίσια στα μάτια χωρίς πανικό, χωρίς φόβο αλλά με αυτοπεποίθηση, πολλά θα αλλάξουν. Μίλησέ τους , δείξε ότι δεν τους φοβάσαι. Όταν κάτι δε σου αρέσει, θα πρέπει να το λες στον άλλο. «Δε μου αρέσει αυτό που κάνεις , σταμάτα.». Αν δείξεις με άμεσο και καθαρό τρόπο ότι αυτά που κάνει δε σε πτοούν,  τότε θα βαρεθεί και θα σταματήσει. Για αυτά τα παιδιά δεν έχει νόημα να συνεχίζουν κάτι,  αν αυτά που λένε δεν ενοχλούν το θύμα τους. Έπειτα, πρέπει να κάνεις φίλους και σε ρωτώ έχεις προσπαθήσει να πλησιάσεις κάποια παιδιά; Σίγουρα δεν είναι όλοι το ίδιο. Η παρέα που θα κάνεις, θα σε βοηθήσει. Θα λειτουργήσει προστατευτικά για σένα.
Ο Ορέστης κατάλαβε πως η μητέρα του είχε δίκιο. Δεν είχε προσπαθήσει να κάνει φίλους. Η σκέψη του ήταν στο νησί και στην εκεί παρέα του, τόσο πολύ που δεν περνούσε μέρα που να μην τους σκεφτεί.  Τα παιδιά  του σχολείου … δεν ήταν όλοι κακοί.
Το Σαββατοκύριακο πέρασε με πολλές τέτοιες συζητήσεις. Η Νεφέλη  βοηθούσε και προετοίμαζε τον Ορέστη για την αλλαγή των πραγμάτων και των καταστάσεων. Γνώριζαν καλά και οι δύο πως η αλλαγή της εξωτερικής εμφάνισης δεν ήταν αρκετή για να λύσει το πρόβλημα. Πολλά σημαντικά βήματα έπρεπε να γίνουν. Το πιο ουσιαστικό  είχε ήδη γίνει. Το παιδί είχε ζητήσει βοήθεια. Η Νεφέλη  πληροφόρησε τον Ορέστη ότι είχε μιλήσει με τους καθηγητές του και του είχε επισημάνει πως σε καμία περίπτωση δε θέλει να γίνει και ο ίδιος επιθετικός .
Ξημέρωσε Δευτέρα πρωί. Η ώρα που θα κτυπούσε το κουδούνι έφτασε. Στην είσοδο του σχολείου πρόβαλε ένα ξανθό παιδί με όμορφο πρόσωπο , μοντέρνο κούρεμα και καλόγουστο ντύσιμο. Τα παιδιά του σχολείου τον  κοιτούσαν επίμονα. Ο ίδιος περπατούσε με στητό το κορμί του και διέσχιζε το χώρο της αυλής. Τα παιδιά που συνήθιζαν να τον πειράζουν , τον κοιτούσαν απορημένα. «Ποιος είναι;» «Καινούριος μαθητής ;» «Μα ήταν δυνατόν;» Κάποιος πρόσεξε καλύτερα και άρχισε  να φωνάζει δυνατά. «Ο Ορέστης Παπανικολάου είναι!» Τι αλλαγή ήταν αυτή! Τον πλησιάζουν. Πήγαν να αρχίσουν τα πειράγματα, όμως αυτός τους κοίταξε αυστηρά και τους είπε: «Σταματήστε! Δεν μου αρέσουν αυτά που κάνετε και καλό θα ήταν να φύγετε από δω. Ό, τι ξέρατε να το ξεχάσετε.» Στην αρχή σάστισαν, μετά κοίταξαν ο ένας τον άλλον, και αρχίζουν να γελούν ,όμως τελικά έφυγαν και προχώρησαν στην αυλή. Αυτή ήταν η αρχή. Από δω και μπρος τα πράγματα θα γίνονταν καλύτερα.
«Θα σταματήσω να είμαι θύμα. Δε θέλω αυτό το ρόλο για μένα», σκέφτηκε και χαμογέλασε. Προχώρησε σε μια παρέα παιδιών και συστήθηκε. Σιγά, σιγά η κατάσταση θα βελτιωνόταν.  Το ήθελε και  ήταν σίγουρος γι’  αυτό. Μπορεί να έπαιρνε κάποιο χρόνο, αλλά όλα θα άλλαζαν.
Από μακριά η μητέρα τον παρακολουθούσε. Ανακουφισμένη έβαλε μπρος τη μηχανή του αυτοκίνητου της  και ξεκίνησε για το σπίτι. Τα όνειρο του Σαββάτου είχε βγει αληθινό. Από δω και πέρα όλα θα ήταν καλύτερα.







Την επόμενη χρονιά , 10 Νοεμβρίου, του Αγίου Ορέστη στο σπίτι της οικογένειας Παπανικολάου έχουν γιορτή. Η Νεφέλη, η μητέρα του Ορέστη,  έχει καλέσει τους φίλους του. Το σπίτι είναι γεμάτο από παιδιά και όλοι είναι χαρούμενοι. Ο Ορέστης πλησιάζει τη μητέρα και της λέει ψιθυριστά «Σε ευχαριστώ για όλα όσα έκανες για μένα».
Η Νεφέλη νιώθει πλέον απόλυτα ευχαριστημένη. Η αποφασιστικότητά  της, η βοήθεια που έλαβε από το σχολείο και αργότερα από τους ειδικούς τη βοήθησαν να στηρίξει το παιδί της. Τα πράγματα είναι πλέον πολύ καλύτερα και η οικογένεια έχει βρει τους ρυθμούς της.  Η Νεφέλη κοιτάζει από το παράθυρο του σπιτιού της τη θάλασσα και μονολογεί ικανοποιημένη «Ο άνθρωπος δεν πρέπει να χάνει την αισιοδοξία του. Ο φόβος, η απελπισία δεν πρέπει να παραλύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Μόνο η  οικογένεια  μπορεί να αποτελέσει  το ασφαλές καταφύγιο για όλα τα παιδιά». Θυμάται κάτι που είχε διαβάσει «τις μεγαλύτερες μάχες δεν θα τις βρεις στους χάρτες της γης, γιατί αυτές τις έχουν δώσει οι μάνες του κόσμου».